ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΓΙΑΣ ΒΑΡΒΑΡΑΣ
Δευ-Παρ – 7.30-13.35
Τηλέφωνο: 22523851
Τηλεομοιότυπο: 22523711
Μενού
12ος Διαγωνισμός Δημιουργικής Γραφής (2023–2024)

12ος ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗΣ ΓΡΑΦΗΣ (2023–2024):

«ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ (1911–1996)»

Οι μαθήτριες του Σχολείου μας, Αντωνίου Θέκλα (Γ1) και Νικολακοπούλου Δανάη (Α4), διακρίθηκαν στον 12ο Διαγωνισμό Δημιουργικής Γραφής (2023 – 2024): «Οδυσσέας Ελύτης (1911 – 1996)», εξασφαλίζοντας αντίστοιχα το 3ο βραβείο παγκυπρίως και τιμητικό έπαινο. Το Υπουργείο Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας διοργάνωσε το πρωί της Τετάρτης, 20 Μαρτίου 2024, τελετή βράβευσης των μαθητών και των μαθητριών που απέσπασαν διακρίσεις στον εν λόγω διαγωνισμό. Με έκδηλη χαρά και περηφάνια, οι μαθήτριές μας παρέλαβαν τα βραβεία τους από τον Διευθυντή Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης, δρα Κυπριανό Λούη, και τον Επιθεωρητή Φιλολογικών Μαθημάτων, Δρα Λεωνίδα Γαλάζη, σε μια εκδήλωση που περιλάμβανε αφιέρωμα στη ζωή και το έργο του νομπελίστα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη, καθώς και αναγνώσεις των βραβευμένων ποιημάτων από τους νεαρούς δημιουργούς τους.

Παρατίθενται πιο κάτω τα βραβευθέντα ποιήματα, μαζί με τα ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη που στάθηκαν πηγή έμπνευσης για τις μαθήτριες και των οποίων τη μορφή, τη δομή, το λεξιλόγιο και τη θεματική μελέτησαν και μιμήθηκαν.

Οδυσσέας Ελύτης, «Μαρία Νεφέλη»:
 

«Ο Πλανήτης Γη»

«Η Μεσόγειος Θάλασσα», της Αντωνίου Θέκλας (Γ1)

[3ο Βραβείο παγκυπρίως]

Αχ δεν είναι αυτός πλανήτης                            
όλο κότες και πρόβατα
και βλακώδεις άλλες κύπτουσες υπάρξεις.
Άκρη-άκρη του Σύμπαντος ο αμελητέος
με τους τόσους δα ωκεανίσκους του                                            
με τα Ιμαλαϊάκια του
με τα τέσσερα δις των απτεροδιπόδων του
μαχόμενων αέναα υπέρ βωμών και εστιών
πετρελαιοπηγών και άλλων πλουτοφόρων περιοχών.

Δεν είναι αυτός πλανήτης                                                            
στουμπωμένος δηλητηριώδη αέρια
έκθετος σε βροχές μετεωριτών
σε σκέψεις φιλοσόφων
σε μακρούς αγώνες για την ελευθερία
(τη δική μας πάντοτε -ποτέ των άλλων).                                   
Ένα σκάκι για κόρακες εξασκημένους
να κερδίζουν πάντοτε και από τις δύο πλευρές
«μαύρα πουλιά» που λεν «μαύρα μαντάτα».

Όχι όχι δεν είναι αυτός πλανήτης
μάλλον είναι μία πλάνη ήτις οδηγεί πολύ μακριά                   
στον Δία στον Χριστό στον Βούδα στον Μωάμεθ
που εδέησε κάποτε κι εκείνοι
ν' ατονήσουν ώστε όλοι εμείς
από μια κεκτημένη απλώς ταχύτητα
να μένουμε στη στάση του προσκυνημένου.

Η αντίστροφη μέτρηση ως τον τέλειο αφανισμό.

Το μόνο πράγμα που θα μείνει ανέπαφο

Αχ δεν είναι ετούτη θάλασσα
όλο νεκρούς και δάκρυα
και άλλες άτυχες ψυχές.
Άκρη-άκρη της «πολιτισμένης» Δύσης
με πολιτικοποίηση της προσφυγιάς
με μανάδες, πατεράδες, ηλικιωμένους και μωρά παιδιά
με πόνο, οργή κι οδύνη
με αρχικό προορισμό τη ζωή
και τελικό προορισμό τον θάνατο.

Δεν είναι ετούτη θάλασσα
στουμπωμένη με ματωμένες
υπάρξεις και σωσίβια αδειανά,
ύδατα και ακτές που ξεβράζουν νεκρούς
παρασυρμένους και
παραμορφωμένους μες τα
κύματα και τις φουρτούνες
σε βυθούς κι ακτές, σε βράχους και λιμάνια
(χωρίς σφυγμό, χωρίς ζωή, μόνο συντρίμμια).

Μια βαλίτσα έτοιμη με ρούχα
καρδιές γεμάτες προσδοκία
όλα έσβησαν στη Μεσόγειο.

Όχι όχι δεν είναι ετούτη θάλασσα
μάλλον φωνάζει «σε θανάτωσα»
σου ρούφηξε τα όνειρα και σε έστειλε στους ουρανούς
να ξαποστάσεις
ίσως εκεί ν’ ακουστούν οι φωνές σου
και να κλείσουν οι πληγές σου.

Το ταξίδι, λοιπόν, ξεκινά
Η αντίστροφη μέτρηση ως τη σωτηρία ή τον αφανισμό…
Τι θα μείνει ανέπαφο;

 

Οδυσσέας Ελύτης, «Ο ήλιος ο ηλιάτορας»

«Λαμπερός Παντοκράτορας»,
της Νικολακοπούλου Δανάης (Α4)
[ Τιμητικός έπαινος ]

Όμορφη και παράξενη πατρίδα
Ωσάν αυτή που μού ’λαχε* δεν είδα

Ρίχνει να πιάσει ψάρια    πιάνει φτερωτά
Στήνει στη γη καράβι    κήπο στα νερά

Κλαίει φιλεί το χώμα    ξενιτεύεται
Μένει στους πέντε δρόμους     αντρειεύεται

 

Κάνει να πάρει πέτρα    τήνε παρατά
Κάνει να τη σκαλίσει    βγάνει θάματα

Μπαίνει σ’ ένα βαρκάκι    πιάνει ωκεανούς
Ξεσηκωμούς γυρεύει    θέλει τύραννους

Πέντε μεγάλους βγάνει    πάνω τους βαρεί
Να λείψουν απ’ τη μέση    τους δοξολογεί.

Πανώρια και αλλόκοτη  πατρίδα
Το σώμα μου σου έδωσα ασπίδα

Θηράματα γυρεύει    φέρνει θηρευτές
Χτίζει χάμω καλύβια    βγαίνουν εκκλησιές

Χακί μπερέ φοράει    φέρνει λευτεριές
Ρωτάει πότε θα κάνει   δώθε ξαστεριές   

Τη μάνα τη λατρεύει     σαν την Παναγιά
Μαύρη τηνε ντύνει       μνήμα να προσκυνά

Πέτρες πετά στους ψεύτες    το δίκιο ζητά
Μα ύστερα τους βγάνει      στ΄αξιώματα

Σπουδαίους μνημονεύει   χώρα ‘συ τρανή
Τους βρίσκει ‘να ψεγάδι    δίκη φυλακή.